ἀγέννητα

ἀγέννητα
ἀγέννητος
unbegotten
neut nom/voc/acc pl
ἀγέννητος
unbegotten
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυτταρογενετική — Κλάδος της γενετικής, ο οποίος μελετά τη δομή, τη λειτουργία και τις διάφορες ανωμαλίες που σχετίζονται με τα χρωμοσώματα. Κύριο εργαλείο της κ. είναι η ανάλυση του καρυοτύπου· αυτός λαμβάνεται ύστερα από την κατεργασία των κυττάρων με ειδική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”